- πυρεξία
- η, Νιατρ. γενική ονομασία τών εμπύρετων καταστάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrexia (< πυρέσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερπυρεξία — η, Ν πολύ υψηλός, ενδεχομένως και παρατεταμένος, πυρετός, κατά τον οποίο η θερμοκρασία τού σώματος υπερβαίνει τους σαράντα βαθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperpyrexia < ὑπερ * + πυρεξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… … Dictionary of Greek